- υπερήλικας
- ο, Νβλ. υπερήλικος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταχυθάνατος — η, ο / ταχυθάνατος, ον, ΝΑ 1. αυτός που υπόκειται σε αιφνίδιο θάνατο 2. αυτός που προκαλεί γρήγορο θάνατο, ο πολύ φονικός νεοελλ. βραχύβιος αρχ. 1. αυτός που πρόκειται να πεθάνει σύντομα 2. (κατ επέκτ.) υπερήλικας 3. φρ. «ταχυθάνατος εἰμι»… … Dictionary of Greek
υπέρηβος — ον, ΜΑ υπερήλικας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ηβος (< ἥβη), πρβλ. ἔφ ηβος] … Dictionary of Greek
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek
υπερήλικος — η, ο / ὑπερῆλιξ, ήλικος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και λόγιος τ. υπερήλιξ, ο, η, και αρσ. υπερήλικας Ν ο περασμένης ηλικίας, πολύ ηλικιωμένος, γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ήλικος / ῆλιξ (< ἧλιξ, ικος «συνομήλικος»), πρβλ. αν ήλικος, μεσ ῆλιξ] … Dictionary of Greek
Αυγουστίνος — I (Γεώργιος Λαμπαρδάκης, Βουκολιές Χανίων Κρήτης 1938 –). Μητροπολίτης Γερμανίας και έξαρχος Κεντρώας Ευρώπης. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης και μετεκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια Σάλτσμπουργκ, Μίνστερ και Βερολίνου Γερμανίας (1960 66). Το… … Dictionary of Greek